- κηφηνώδης
- κηφην-ώδης, ες, drohnenartig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κηφηνώδης — κηφηνώδης, ῶδες (Α) [κηφήν] 1. αυτός που μοιάζει με κηφήνα («κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι», Πλάτ.) 2. (για θεωρίες) ανάξιος λόγου, άχρηστος, ανωφελής 3. (για πρόσ.) αργός, νωθρός («κηφηνώδης καὶ γέρων… … Dictionary of Greek
κηφηνώδη — κηφηνώδης like (that of) a drone neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κηφηνώδης like (that of) a drone masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κηφηνώδης like (that of) a drone masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηφηνώδεις — κηφηνώδης like (that of) a drone masc/fem acc pl κηφηνώδης like (that of) a drone masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… … Dictionary of Greek